κολοβοῦσι

κολοβοῦσι
κολοβόω
dock
pres part act masc/neut dat pl (attic ionic)
κολοβόω
dock
pres ind act 3rd pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”